- σκορδόξιδο
- τομείγμα σκόρδου με ξίδι: Γύρισε κουρασμένος από το χωράφι και ήπιε ένα σκορδόξιδο για να δροσιστεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορδόξιδο — το, Ν άρτυμα που παρασκευάζεται με κοπανισμένο σκόρδο και με ξίδι, αλλ. σκορδοστούμπι … Dictionary of Greek
σκορδοστούμπι — το, Ν 1. φαγητό παρασκευαζόμενο από κρέας και σκόρδο 2. σκορδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + στούμπος / στουμπώνω «παραγεμίζω», κατά τα ουδ. σε ι] … Dictionary of Greek
σκορδοστούμπι — το 1. είδος φαγητού που περιέχει σκόρδο. 2. σκορδόξιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)